- κυανόπεπλος
- κυανόπεπλος, -ον (Α)(για τη Δήμητρα ή για τη Λητώ) αυτή που φορά μαύρο πέπλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πέπλος (πρβλ. κροκό-πεπλος, ροδό-πεπλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυανόπεπλος — dark veiled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανόπεπλον — κυανόπεπλος dark veiled masc/fem acc sg κυανόπεπλος dark veiled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανοπέπλῳ — κυανόπεπλος dark veiled masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανόπεπλε — κυανόπεπλος dark veiled masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… … Dictionary of Greek